- τρόχιλος
- τρόχιλος, ο και τροχίλος, ο1. τροχός που γυρίζει ελεύθερα σε άξονα και που έχει αυλακωτή στεφάνη, απ' όπου περνάει το σκοινί για την ανύψωση βαριών πραγμάτων, καρούλι, μακαράς.2. μικρό γοργόφτερο πουλί που ζει σε περιοχές με πολλά νερά, κολίβριο.3. το πουλί τρυποφράχτης.4. η κοίλη εσοχή μεταξύ δύο σπειρών στη βάση των ιωνικών κιόνων, η σκοτία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.